εκκκολυμβώ

εκκκολυμβώ
ἐκκολυμβῶ (-άω) (Α)
1. κολυμπώ πηδώντας στη θάλασσα από κάπου («ἐκκολυμβᾱν ναός», Ευρ.)
2. βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”